Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Η ζωντανή παρακαταθήκη του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα, του Κωνσταντίνου Πολίτη

Ο Παρακλητικός Κανόνας που ψάλλεται προς τιμήν της Θεοτόκου κατά τη διάρκεια των ακολουθιών του Δεκαπενταυγούστου, είναι πολύ αγαπητός και δημιουργεί ξεχωριστή κατάνυξη. Κατά τη διάρκεια του Δεκαπενταυγούστου βέβαια ψάλλονται δύο παρακλητικοί κανόνες εναλλάξ, ο Μικρός και ο Μέγας. Στις γραμμές αυτές θα εστιάσουμε ελαφρά στον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, ο οποίος καταγράφεται ως ποίημα του Θεοδώρου του Β' Δούκα του Λασκάρεως, τόσο στο ποιητικό κείμενο καθεαυτό όσο και στο πρόσωπο που τον συνέθεσε και την ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία.

Ο Θεόδωρος Β´ Δούκας Λάσκαρις υπήρξε βασιλέας της αυτοκρατορίας της Νικαίας, που ιδρύθηκε μετα την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, σαν αντίσταση στην Φραγκοκρατία που επεβλήθηκε από την Δ´ Σταυροφορία κατά τα έτη 1204 – 1261. Ήταν γιος του Ιωάννη Βατάτζη και της Ειρήνης Λάσκαρη, και εγγονός του Θεοδώρου Α΄Λάσκαρη δημιουργού του κράτους της Νικαίας. Κληρονόμησε μια πολύ δυνατή αυτοκρατορία, και το ίδιο δυνατή την παρέδωσε στους διαδόχους του. Με την καθοδήγηση σημαντικών Δασκάλων όπως ο Νικηφόρος Βλεμμύδης και ο Θεόδωρος Ακροπολίτης κατέστη άνδρας εξαιρετικής μόρφωσης και πλούσιας φιλοσοφικής αλλά και θεολογικής κατάρτισης.

Το χρονικό πλαίσιο της ζωής του μας καθοδηγεί στον προσδιορισμό και του χρόνου συγγραφής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος στον ΙΓ´ μ.Χ. αιώνα καὶ συγκεκριμένα στο διάστημα των ετών 1204 – 1258 μ.Χ. που έζησε ο ποιητής του Θεόδωρος Β´ Λάσκαρις.

Η χρόνια επιληψία βαριάς μορφής από την οποία έπασχε σημάδεψε κυριολεκτικά τη ζωή του αλλά και την ποιότητα άσκησης των καθηκόντων του προκαλώντας του με το πέρασμα του χρόνου κατάθλιψη και έντονες εμμονές που είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι να στρέφονται εναντίον του. 

Το γεγονός αυτό τον κατέκλυζε με λύπη και απογοήτευση, όπως καταγράφεται και στις πάμπολλες επιστολές του: «Ίδης τον παντάπασιν χαροπόν, κατηφή, δεινόν, συννοίας μεστόν και παντοίως τη λύπη τρωθέντα και τιτρωσκόμενον .Οίμοι τι εν εμοί γέγονεν! Ουδέν άλλο είποιμι ή ότι πάντως κάθαρσις ψυχική και ταπείνωσις σαρκική ίνα σώση ο πλάστης το συναμφότερον». Τομή στη ζωή του υπήρξε η τέλεση των γάμων της κόρης του με τον Νικηφόρο, γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ και της Θεοδώρας. Η συνάντησή του με την Θεοδώρα, μετέπειτα αγία και προστάτιδα Άρτας, της οποίας η πραότητα και η Θεοτοκοφιλία υπήρξε παραδειγματική. Η αγάπη του προς την Παναγία και οι θερμές προσευχές του σχηματοποιήθηκαν με τον καιρό σε ένα μοναδικό υμνογραφικό έργο που αποτελεί έκτοτε παρακαταθήκη της Ορθόδοξης υμνολογίας και συντροφιά των πιστών στις Αυγουστιάτικες Παρακλήσεις τους στην Παναγιά τους, την Παναγιά των Ελλήνων...


Η πρώτη ωδή του κανόνα ξεκινά με την εικόνα της μωσαϊκής ράβδου που «σταυροτύπως πλήξασα» τη θάλασσα τη χώρισε στα δυο κι έτσι ο «πεζός και οδίτης» λαός του Ισραήλ κατάφερε να γλιτώσει από τον «Αρματηλάτη Φαραώ». Βιώνοντας ανάλογους κινδύνους ο Θεόδωρος, αλλά και ο λαός του, μεταφέρει την παράκληση στις δικές του δύσκολες περιστάσεις του βίου και ζητάει τη συνδρομή της Παναγίας για τις «επαγωγές των λυπηρών» και για τα νέφη των συμφορών. Ζητάει να τον προφυλάξει η Παναγία «εξ αμετρήτων αναγκών» και «εξ εχθρών δυσμενών» και κλίνει το γόνυ ενώ δοξάζει το μεγαλείο της. Στην Τρίτη ωδή μη βρίσκοντας πουθενά διέξοδο εναποθέτει όλες του τις ελπίδες στη «φυσίζωο» Θεοτόκο. Ο Κύριος που χωρίς να εγκαταλείψει την πατρική αγκαλιά επισκέφθηκε και τη δική μας φτώχεια (δ’ ωδή) είναι η δική μας δύναμη, και η Πάναγνος είναι η μόνη μας παρηγοριά καθώς προσφέρει τον «ποταμόν τον γλυκερόν του ελέους». Αλλά κι όταν μας καλύπτει το «αλλότριον σκότος», η Μητροπάρθενος είναι το απόρθητον τείχος, κι όταν η ζωή μας προσεγγίζει τον Άδη, η Κόρη είναι η μόνη «ιατρός των νόσων», «ο παντελής συντριμμός του θανάτου» και ο «ποταμός της ζωής ο ανεξάντλητος». Έτσι δοξάζει και παρακαλεί, της απευθύνει το χαίρε και της ζητά να δει με καλό μάτι και του «σώματος την κάκωσιν» και «της ψυχής το άλγος», καθώς στη Θεοτόκο συντελείται το θαύμα και η γαστέρα της γίνεται ευρυχωροτέρα των ουρανών.

Σ’ όλο το ποίημα του Θεοδώρου Λασκάρεως κυριαρχεί η εικόνα μιας δύσκολης πραγματικότητας που εικονίζεται με την τρικυμία, τα σύννεφα, τις επιθέσεις των εχθρών αλλά και το ξένο σκοτάδι (το αλλότριον σκότος) – αφού η εν Θεώ πραγματικότης είναι μόνο το φως – κι από την άλλη ζητείται η συνδρομή της Παναγίας με τη μορφή του δροσερού νερού ή του ποταμού, του απόρθητου τείχους, και εντέλει ως η μόνη μεσίτρια για την οριστική νίκη όχι εναντίον των όποιων εχθρών, αλλά εναντίον του θανάτου, του κατεξοχήν εχθρού.

«Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχήν και συμφορών νέφη την εμήνκαλύπτουσι καρδίαν»
«Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν ήν έχω»

Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις πέθανε στο Νυμφαίο το 1258 σε ηλικία 55 ετών.
Όσοι αιώνες κι αν περάσουν ελπίδα χωρίς Παναγία δε γίνεται.
ΚΑΛΗ ΠΑΝΑΓΙΑ λοιπόν...

7.12. Η ΟΜ.Σ.Ι.Ε. εορτάζει την "ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΟΥ"

      Με ιδιαίτερη λαμπρότητα εορτάστηκε την Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου, η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΟΥ, από την Ομοσπονδ...