Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Η δίκη του Χριστού: Μια νομική ανάλυση

του Χρήστου Δερμοσονιάδη (Δικαστή)
Όταν ο Πιλάτος βεβαιώθηκε για την αθωότητα του Χριστού και θέλησε να τον απολύσει τότε οι Ιουδαίοι φώναξαν: "Ημείς νόμον έχομεν και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι Θεού υιόν εαυτόν εποίησε." (Ιωάν.10'7). Αυτή είναι και η σημερινή θέση των Εβραίων. Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός παρέβη πράγματι το Μωσαϊκό Νόμο και δίκαια κατεδικάσθη σε θάνατο. Είναι δυνατόν όμως η ανθρώπινη Δικαιοσύνη να έφθασε σε τέτοια αντίθεση προς τη Θεία Δικαιοσύνη ώστε να καταδικάσει σε θάνατο τον ίδιο το Θεό και εν ονόματι του Νόμου να θανατώσει το Δημιουργό; Το βασικό λοιπόν ερώτημα είναι αν η δίκη του Χριστού ήτανε μία δίκαιη δίκη, κατά το ανθρώπινο μέτρο, αν δηλαδή έγινε σύμφωνα με το νόμο και τη δικονομία.
Η δικαιοσύνη την εποχή του Χριστού βρισκόταν σε αρκετά ψηλό επίπεδο. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο σε λίγα θέματα υστερούσε από το σημερινό ευρωπαϊκό δίκαιο και το εβραϊκό ήτανε ιεροκρατικό και στηριζόταν στο Μωσαϊκό Νόμο.
Τα εβραϊκά δικαστήρια ήτανε πολυμελή. Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το Μέγα Συνέδριο που είχε και άλλες εξουσίες. ΄Εδρευε στην Ιερουσαλήμ, απετελείτο από 120 μέλη με πρόεδρο τον Αρχιερέα και είχε στη διαταγή του στρατιωτική δύναμη, την κουστωδία. Οι θανατικές καταδίκες των εβραϊκών δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τη Ρωμαϊκή εξουσία όπως αναφέρεται στο βιβλίο "Η δίκη του Ιησού" του θεολόγου Δημήτριου Καππαή.
Η θανατική ποινή προβλεπόταν για αρκετά αδικήματα αλλά σύμφωνα με τις αντιλήψεις του λαού σπανίως επιβαλλόταν. Η εκτέλεση γινόταν με διάφορους τρόπους, από τους οποίους πιο βασανιστικός και εξευτελιστικός ήταν ο θάνατος επί του σταυρού, ο οποίος συνηθίζετο από τα Ρωμαϊκά δικαστήρια, τα οποία δεν είχαν ενδοιασμούς στην επιβολή θανατικής καταδίκης.
Κατά την εβραϊκή δικονομία η προανάκριση ήταν άγνωστη και δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος. Η απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του κατηγορουμένου αλλά μόνο στις μαρτυρίες. Η δίκη διεξαγόταν μέρα, με ανοικτές τις πόρτες, ενώπιον του λαού. Ξεκινούσε με τους μάρτυρες υπερασπίσεως και ακολουθούσαν δύο τουλάχιστον μάρτυρες κατηγορίας, που έπρεπε να δώσουν σαφή και πανόμοια μαρτυρία, κρατώντας το δεξί τους χέρι πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου και σε περίπτωση θανατικής καταδίκης έπρεπε να συμμετέχουν στην εκτέλεση και να ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εάν η θανάτωση θα γινόταν με λιθοβολισμό.
Ο Κατηγορούμενος εθεωρείτο αθώος μέχρι την τελική του καταδίκη, εδικαιούτο να μιλήσει, να φέρει μάρτυρες και να τύχει καλής μεταχείρισης. Κατά τη γνώμη των συγγραφέων δεν ετηρούντο πρακτικά αλλά η ίδια η καταδίκη εκδιδόταν με γραπτό διάταγμα. (Κοντογόνη: Εβραϊκή Αρχαιολογία, Β'4). Πάντως διάταγμα καταδίκης του Χριστού δεν έχει βρεθεί.
Οι Δικαστές έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, δίκαιοι και μερικοί απ' αυτούς να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης ανεβάλλετο η τελική απόφαση για τη μεθεπόμενη μέρα και εάν επικυρωνόταν η θανατική καταδίκη η εκτέλεση έπρεπε να γίνει την άλλη μέρα και όχι αυθημερόν. Από την έναρξη της ακροάσεως μέχρι την εκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες.
Στον τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τον κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, που καλούσε το λαό να αναφέρει αμέσως στο Δικαστήριο, το οποίο συνεδρίαζε εκείνη την ώρα, οτιδήποτε ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο και τότε σταματούσε αμέσως η εκτέλεση.
Αυτά για τη Δικαιοσύνη στο Ισραήλ. Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι στα χρόνια της ρωμαϊκής υποτέλειας υπήρχε μεγάλη φαυλότητα και ηθικός ξεπεσμός, με αποτέλεσμα οι άρχοντες να είναι πρόσωπα φαύλα, που εξασφάλιζαν τη θέση τους δωροδοκώντας τους Ρωμαίους ηγεμόνες. Οι Δικαστές δεν είχαν πλέον την εντιμότητα και την ανθρωπιά που είχαν οι προκάτοχοι τους. Ολόκληρο το έθνος βρισκόταν σε ξεπεσμό και αθλιότητα.
Μετά την ανάσταση του Λαζάρου πολλοί Ιουδαίου πίστεψαν στον Χριστό. "Συνήγαγον ουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι συνέδριον και έλεγον. Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; …. Εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς …. ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται." (Ιω. ΙΑ'48-50)
"Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι' αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν." (Ιω. ΙΒ'10)
Και η στρατιωτική κουστωδία, μαζί με ένοπλους υπηρέτες, όταν συνέλαβε τον Ιησούν δεν τον έφερε στο δικαστήριο αλλά στον πεθερό του αρχιερέα, τον ΄Αννα, που υπηρέτησε στο παρελθόν σαν αρχιερέας. Και ο ΄Αννας, χωρίς να έχει καμιά εξουσία άρχισε ανάκριση για να βρει αιτία εναντίον του συλληφθέντος. Κι ο Χριστός απαντά. "Επερώτησον τους ακηκοότας" "εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν". (Ιω. ΙΗ',20). Η απάντηση δεν άρεσε και ένας υπηρέτης ερράπισε τον Ιησούν λέγοντας "ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί;" Σε λίγη ώρα οδήγησαν τον Χριστό στο σπίτι του αρχιερέα Καϊάφα και μέχρις ότου μαζευτούν τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου οι υπηρέτες έδερναν, έβριζαν και κορόϊδευαν τον Χριστό. Το εβραϊκό δίκαιο απαγόρευε την ανάκριση και την κακοποίηση του κατηγορουμένου. (Mishna, Sotah 1,4).
Και άρχισε η συνεδρίαση του Ανωτάτου Εβραϊκού Δικαστηρίου με άλλες τρεις δικονομικές παραβάσεις. Το Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου και συνεδρίασε νύκτα, πράγμα απαγορευμένο (Mishna, Sanhedrin IV,1), χωρίς να προϋπάρχει σαφής κατηγορία από δύο τουλάχιστον μάρτυρες, όπως απαιτούσε η δικονομία.
Μετά την έναρξη της δίκης βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες που διαστρέβλωσαν το λόγο του Κυρίου "λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ αυτόν" (Ιω. Β'19), που οπωσδήποτε ελέχθηκε για την Ανάσταση του ιδίου και όχι για το ναό του Σολομώντος. Οι μαρτυρίες όμως δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι δόθηκαν αντικανονικά με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο μαρτύρων. ΄Επρεπε λοιπόν να καταδικαστούν σε θάνατο οι ψευδομάρτυρες σύμφωνα με το Δευτερονόμιον (ΙΘ' 18-21). "και ιδού μάρτυς άδικος εμαρτύρησεν άδικα, αντέστη κατά του αδελφού αυτού, και ποιήσετε αυτώ ον τρόπον πονηρεύσατο ποιήσαι κατά του αδελφού αυτού …. Και οι επίλοιποι ακούσαντες φοβηθήσονται …."
Το Συνέδριο αποφάσισε ότι δε μπορεί να στηριχθεί σ' αυτούς τους μάρτυρες και ο Πρόεδρος του, ο αρχιερέας Καϊάφας, ερώτησε το Χριστό "συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού; λέγει αυτώ ο Ιησούς. Συ είπας …. Τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε. Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;" (Ματθαίου ΚΣΤ' 63).
Η ομολογία του κατηγορούμενου, αν τέτοια θεωρηθεί η απάντησή Του, δεν αποτελούσε κατά το Μωσαϊκό Νόμο απόδειξη. Χρειαζόταν μάρτυρες "επί στόματος δύο μαρτύρων και επί στόματος τριών μαρτύρων στήσεται παν ρήμα" (Δευτερονόμιον ΙΘ'15).
Δεν υπήρξε καθόλου υπεράσπιση, που εθεωρείτο απαραίτητο μέρος της δικαστικής διαδικασίας. (Sanhedrin IV,5). Την υπεράσπιση την ανελάμβανε ένας τουλάχιστον από τους δικαστές για να μην μείνει κανένας κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος.
Ο αρχιερέας "διέρρηξε τα ιμάτια του" πράγμα που απαγορεύει ο Μωσαϊκός νόμος στους ιερείς (Λευϊτικόν 6, ΚΑ'10).
Και τα μέλη του Συνεδρίου απεκρίθησαν "ένοχος θανάτου εστί" (Ματθαίου ΚΣΤ'67). Η ψηφοφορία έγινε ταυτόχρονα, ενώ έπρεπε να γίνει με τη σειρά, από το νεότερο δικαστή προς τους παλαιότερους για να μην επηρεαστούν μεταξύ τους.
Μετά την καταδίκη άρχισαν άλλα έκτροπα "και ήρξαντο τινές εμπτύειν αυτώ και περικαλύπτειν το πρόσωπον αυτού και κολαφίζειν αυτόν και λέγειν αυτώ προφήτευσον ημίν τις εστίν ο παίσας σε. Και οι υπηρέται ραπίσμασιν αυτόν έβαλον" (Μάρκον ΙΔ' 65).
Για να τηρήσουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι τα προσχήματα περίμεναν να ξημερώσει και συνεδρίασαν πάλιν για να επικυρώσουν την καταδίκη στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στα τείχη της Ιερουσαλήμ. "Και ευθέως επί το πρωϊ συμβούλιον ποιήσαντες οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και γραμματέων και όλον το συνέδριον, δήσαντες τον Ιησούν απήνεγκαν και παρέδωκαν τω Πιλάτω" (Μάρκον ΙΕ',1).
Ο Χριστός συνελήφθη την Πέμπτη το βράδυ και η επίσημη δίκη διεξήχθηκε, ολοκληρώθηκε και εκτελέστηκε η θανατική ποινή μέσα στην ίδια μέρα, την Παρασκευή, κατά παράβαση των κανόνων (Sanhedrin IV,I), ενώ έπρεπε να περάσουν 4 τουλάχιστον μέρες.
Γράφεται στην Ακολουθία των Αγίων Παθών πριν από το 12ο Ευαγγέλιο ότι: "΄Ηδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ. Και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον. Αλλ' ο φύσει σώματος δι' εμέ πάσχων, Αγαθέ, Κύριε, δόξα σοι."
Κατά το Μωσαϊκό Νόμο η Θεοποίηση ανθρώπου αποτελούσε βλασφημία και αδίκημα. Ο κατηγορούμενος όμως εδικαιούτο υπεράσπιση.
Ο Χριστός έκανε αναρίθμητα θαύματα μπροστά στο λαό. Και οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τον υποδέχτηκαν μερικές μέρες πριν από τη δίκη ψάλλοντας "Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ." (Ιω.ΙΒ'13).
Εξ άλλου η ανθρωπότητα περίμενε το Σωτήρα, "την προσδοκία των εθνών", "τον καθολικό διδάσκαλο" του Σωκράτη, το "Λόγο" του Πλάτωνα, τον "Άγνωστο Θεό" των Αθηναίων, τον "νέο Θεό" των 3 μάγων, τον "Άγιο" του Κομφούκιου και τον αναμενόμενο από όλους τους Προφήτες του Ισραήλ "Μεσσία". Οι μορφωμένοι εβραίοι γνώριζαν καλά όλες τις προφητείες, που συνέκλιναν και συμφωνούσαν ότι ο κατηγορούμενος Ιησούς ήταν ο ίδιος ο Μεσσίας - Χριστός όπως αναφέρεται και στο βιβλίο του Ιώσηπου Contra Apionem Lib. II 17. Η ζωή, η διδασκαλία Του και τα απειράριθμα θαύματα Του δεν χωρούσαν καμιά αμφιβολία. Το Μεγάλο Συνέδριο όμως απαξιεί να μελετήσει το θέμα και να εξετάσει μήπως ενώπιον του αντί Θεοποίηση ανθρώπου έχει ενανθρώπιση Θεού. Μάλλον δεν απαξιεί, αλλά σε γνώση του καταδικάζει το Μεσσία, εφ' όσον ο αρχιερέας είχε πει μετά την ανάσταση του Λαζάρου "ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί …", όπως αναφέρεται και στο βιβλίο "Η δίκη του Ιησού" του εισαγγελέα Χρήστου Τραπεζούντιου.
Πρεσβύτεροι και Αρχιερείς κατεδίκασαν σε θάνατο το Θεό τους και δέσμιο τον οδηγούν στον ρωμαίο Πιλάτο για να επικυρώσει τη θανατική καταδίκη.
Μια νέα δίκη, Ρωμαϊκή, ξεκινά.
Ήτανε πρωϊ της Παρασκευής, της προηγούμενης μέρας του εβραϊκού Πάσχα, που έφεραν οι εβραίοι τον Ιησούν έξω από το Πραιτώριο. Οι εβραίοι δεν ήθελαν να μπουν στην κατοικία ειδωλολάτρη για να μη μολυνθούν πριν από το Πάσχα και στην επιμονή τους ο ρωμαίος ηγεμόνας διέταξε και τοποθέτησαν στο λιθόστρωτο μπροστά από το Πραιτώριο τη δικαστική του έδρα για να δικάσει εκεί τον κατηγορούμενο. Κατά το τυπολατρικό ρωμαϊκό δίκαιο η δικαστική εξουσία ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή παρά με το άτομο του.
Με την έναρξη της δίκης παρατηρείται η πρώτη δικονομική παράβαση. Ο κατηγορούμενος ήτανε δέσμιος κατά τη διάρκεια της δίκης ενώ έπρεπε να θεωρείται ο κατηγορούμενος αθώος μέχρι την καταδίκη. Και αρχίζει η δίκη με την ερώτηση του Πιλάτου: "τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;"
Έπρεπε λοιπόν οι εβραίοι να κατηγορήσουν τον Ιησούν. Αλλά κατηγορία για βλασφημία δε θα ενδιέφερε τον ρωμαίο ηγεμόνα. Ούτε θα επέφερε θανατική καταδίκη. Ο αρχιερέας Καϊάφας διετύπωσε ενώπιον του λαού νέα, εντελώς ψευδή, κατηγορία λέγοντας "τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν Βασιλέα είναι". (Λουκά ΚΓ',2)
Η απάντηση του Καϊάφα ήτανε εντελώς ψευδής γιατί το Μέγα Συνέδριο καταδίκασε τον Ιησούν με άλλη κατηγορία, την βλασφημία. ΄Ητανε ψέμα όμως και το περιεχόμενό της, γιατί ο Χριστός είχε δώσει διαφορετική απάντηση στους μαθητές των Φαρισσαίων, όταν τον ρώτησαν για τη ρωμαϊκή φορολογία "απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ" (Ματθ. ΚΒ',21)
΄Επρεπε βάσει του Ρωμαϊκού Δικαίου να γίνει γραπτή αίτηση για εισαγωγή σε δίκη. ΄Επρεπε να αναφερθεί το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορούμενου και να διατυπωθεί ακριβώς η κατηγορία. ΄Επρεπε να συνταχθεί πρωτόκολλη κατηγορίας. ΄Επρεπε να καθοριστεί η μέρα της δίκης και να κληθούν και να ακουστούν, εκείνη τη μέρα, οι μάρτυρες. (Δημαρά: Ιστορία Ρωμαϊκού Δικαίου, Β 132). Εάν όμως θεωρηθεί ότι δεν επρόκειτο για πρωτόδικη υπόθεση αλλά για επικύρωση της θανατικής καταδίκης του εβραϊκού δικαστηρίου τότε η εισαγωγή στη δίκη έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αίτησης μαζί με την πρωτόδικη απόφαση.
Ο Πιλάτος δεν έκανε τίποτε απ' αυτά. Κατέβη από την έδρα του, πράγμα που κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο σήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία, μπήκε στο Πραιτώριο και εκεί συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των εβραίων, ενεργώντας κάποιας μορφής ανάκριση.
"Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;" (Λουκά ΚΓ'3), ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησούν, ο οποίος απεκρίθη "η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου …. εγώ …. εις τούτο ελήληθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία". (Ιω. ΙΗ', 35 επ.)
Την απάντηση του Ιησού την κατάλαβε ο Πιλάτος. Ο Χριστός ήτανε πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας. ΄Εκρινε αμέσως ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία και δεν υπήρξε ο Ιησούς ένοχος αντιποίησης εξουσίας. Ο Πιλάτος επιβεβαίωσε τη θέση του με τη φράση που εξεστόμισε "τι έστιν αλήθεια;" Μια ερώτηση που δεν περίμενε απάντηση γιατί η αλήθεια ήτανε κατ' εκείνον μια φιλοσοφική ουτοπία. Με το πρακτικό ρωμαϊκό πνεύμα που τον χαρακτήριζε ο Πιλάτος βγήκε από το Πραιτώριο και αθώωσε αμέσως τον κατηγορούμενο λέγοντας στους Ιουδαίους "εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ". (Ιω. ΙΗ' 38).΄Επρεπε ο Ιησούς να αφεθή αμέσως ελεύθερος.
Ο όχλος όμως δημιουργούσε μεγάλο θόρυβο μπροστά στο ανάκτορο επιμένοντας στη θανατική καταδίκη.Μέσα από τις φωνές ο Πιλάτος ξεχώρισε ότι ο Ιησούς ήτανε Γαλιλαίος. Και η Γαλιλαία ήταν έξω από τη δικαιοδοσία του Πιλάτου. Η Γαλιλαία είχε άρχοντα, τετράρχη, τον εξηρτημένο βασιλιά Ηρώδη τον Αντύπα.
Ο Πιλάτος λοιπόν παρά το γεγονός ότι είχε αμέσως προηγουμένως αθωώσει τον Ιησούν, επικαλέστηκε την τοπική αρμοδιότητα του Ηρώδη. Και για να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη έστειλε τον Ιησούν στον Ηρώδη, που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Ιερουσαλήμ. (Λουκά ΚΓ' 6-7)
Ο Ιησούς δεν απάντησε σε καμιά από τις ερωτήσεις του Ηρώδη, που αποκεφάλισε τον ΄Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Ο πανούργος Ηρώδης δεν θέλησε να ξαναβάψει τα χέρια του με άγιο αίμα και απεφάσισε ότι δεν έχει αρμοδιότητα γιατί το αδίκημα του Ιησού και η εβραϊκή καταδίκη του έγιναν έξω από τα δικά του σύνορα της Γαλιλαίας.
Ο Χριστός λοιπόν αθωώθηκε για δεύτερη φορά από τη Ρωμαϊκή εξουσία με την απόφαση του Ηρώδη. Αντί όμως να αφεθεί ελεύθερος οδηγείται και πάλιν δέσμιος στον Πιλάτο, αφού ο Ηρώδης και οι στρατιώτες του τον εξευτέλισαν και του φόρεσαν βασιλικό μανδύα (Λουκά ΚΓ' 11) πράγματα εντελώς απαράδεκτα με την απαλλαγή του κατηγορούμενου, έστω και για έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας.
Ο Πιλάτος βγήκε στον εξώστη του Πραιτωρίου και αθώωσε γι' άλλη μια φορά τον Ιησούν λέγοντας "ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον ων κατηγορείτε κατ' αυτού. Αλλ' ουδέ Ηρώδης. Ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν. Και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ". (Λουκά ΚΓ' 15-16)
Οι Ιουδαίοι φώναζαν περισσότερο και στο δίλημμα του Πιλάτου προστέθηκε και το μήνυμα της γυναίκας του Πρόκλας "μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω. Πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ' όναρ δι' αυτόν" (Ματθαίου ΚΖ'20). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Πρόκλα βαφτίστηκε Χριστιανή και εορτάζεται η μνήμη της σαν αγίας στις 27 Οκτωβρίου.
Ο Πιλάτος παρουσίασε το Χριστό και το ληστή Βαρραβά μπροστά στο λαό και ρώτησε ποιόν από τους δύο να απολύση για τη γιορτή του Πάσχα. Και ακούγονταν ακόμη δυνατότερες οι φωνές του όχλου που ζητούσε την απόλυση του Βαρραβά και τη θανάτωση του Ιησού.
Ο σκληρός τύρρανος, που ήτανε ταυτόχρονα άβουλος και αναποφάσιστος, διέταξε να μαστιγωθεί ο Ιησούς. Η μαστίγωση ήτανε σκληρή ποινή που συνόδευε την έσχατη ποινή της σταυρώσεως. Μπορούσε να επιβληθεί και σαν αυτοτελής ποινή. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μπορούσε να επιβληθεί σε πρόσωπο που αθωώθηκε ή έστω σε κατηγορούμενο πριν από την τελική καταδίκη του. Η νομοθεσία του Ιουλίου Καίσαρος (Τίτλος Ι θέμα 1ον και τίτλος 6ος θέμα 7ον) ήτανε σαφής και παρεβιάσθη κατάφορα.
Σκηνές που θα ντροπιάζουν την ανθρωπότητα και ειδικότερα την ανθρώπινη δικαιοσύνη ακολούθησαν. Μετά από το βάναυσο φραγγέλωμα στην αυλή του Πραιτωρίου έντυσαν το ματωμένο σώμα του ενανθρωπίσαντος Θεού με βασιλική χλαμίδα, στεφάνωσαν την κεφαλή του αιώνιου Βασιλέα με ακάνθινο στεφάνι και βασάνισαν και εξευτέλισαν τον αμνό του Θεού τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου. (Ιω. ΙΘ' 1-3)
Ο εκπρόσωπος της ανθρώπινης δικαιοσύνης, ο Πιλάτος, βγήκε πάλε από το Πραιτώριο, κάθισε στην δικαστική έδρα στο ύψωμα του Λιθόστρωτου και απευθυνόμενος στους αρχιερείς και τον όχλο "λέγει αυτοίς. Ιδε ο άνθρωπος. Ότε ουν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες. Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος. Λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε. Εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι: ημείς νόμον έχομεν, κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν." (Ιω.ΙΘ' 6-7)
Ο Πιλάτος αθώωσε το Χριστό για άλλη μια φορά, αλλά πάλε δεν τον απέλυσε. Και οι Ιουδαίοι παραδέχθηκαν ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε από το Μέγα Συνέδριο ένοχος θανάτου κατά το Μωσαϊκό δήθεν Νόμο γιατί απεκάλεσε τον εαυτό του υιό Θεού, πράγμα που απέκρυψαν από τον Πιλάτο μέχρι τη στιγμή αυτή.
Ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου "non bis in idem" (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως) και ξαναμπήκε στο Πραιτώριο για να ανακρίνει και πάλε τον Ιησούν. Η νέα απροσδόκητη κατηγορία ότι "εαυτόν υιόν Θεού εποίησε", η επιβλητική προσωπικότητα του Κυρίου, η γαλήνη που ακτινοβολούσε, το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου και ο θρησκευτικός φανατισμός των Ιουδαίων συγκλόνισαν και σύγχισαν τον Πιλάτο.
Ο Πιλάτος συνομίλησε πάλε με τον Κύριο. Ο κατηγορούμενος δεν ήτανε συνηθισμένος άνθρωπος και μιλούσε σαν να είχε θεϊκή εξουσία. Ο κατηγορούμενος ήτανε ανώτερος από το δικαστή του. "Εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν." (Ιω. ΙΘ'13)
Ξανακάθησε ο Πιλάτος στη δικαστική έδρα και άνοιξε νέα συζήτηση με τον όχλο σε μια τελευταία προσπάθεια να αποφύγει τη σταύρωση του Ιησού. "οι δε Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες. εάν τούτον απολύσης ουκ ει φίλος του Καίσαρος. πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει το Καίσαρι" (Ιω.ΙΘ'13).
Το τελευταίο τέχνασμα των εβραίων συγκλόνισε τον Πιλάτο γιατί βρισκόταν σε κάποια δυσμένεια του αυτοκράτορα Τιβερίου (Ιωσήπου Lib. XIII, Cap. III, p.1) και αποφάσισε αμέσως να σώσει το τομάρι του παρά να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη. Για να αποφύγει το βάρος της άδικης καταδίκης δεν εξέδωσε δικιά του απόφαση αλλά "λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων. Αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου. Υμείς όψεσθε. Και αποκριθείς πας ο λαός είπε. Το αίμα αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα υμών. Τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαρραβάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή." (Ματθ. ΚΖ' 24)
Εάν θεωρηθεί ότι η πράξη του Πιλάτου να νήψει τα χέρια του και να επιτρέψει στους Εβραίους να σταυρώσουν το Χριστό ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι κατεδικάσθη ο Ιησούς σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία επειδή παρουσιαζόταν σαν βασιλέας, πράξη αντίθετη προς την Lex Julia Majestatis και τα Crimina Imminutae Majestatis.
Και ακολούθησε η εκτέλεση. Οι άνθρωποι σταύρωσαν τον ίδιο το Θεό τους. Και στάθηκαν οι Εβραίοι απέναντι από τον Σταυρό και έβριζαν και κορόϊδευαν. (Μάρκον ΙΕ΄31) "Ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι." Παραδεχόταν δηλαδή και ενώπιον του Σταυρού ότι ο Χριστός έκανε θαύματα και έσωσε άλλους.
Σταυρώθηκε λοιπόν ο Χριστός και απέθανε και την τρίτη ημέρα ανεστήθη. Τι απέγιναν όμως οι άνθρωποι που ήταν υπόλογοι για την άδικη καταδίκη Του;
Ο προδότης Ιούδας επέστρεψε στον Ναό, έριξε πίσω τα τριάκοντα αργύρια και κρεμάστηκε σε δένδρο έξω από την Ιερουσαλήμ και αυτοκτόνησε.
Στο βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (Μέγας Συναξαριστής, ΄Εκδοση Ε, Τόμος 7ος, σελ. 425) αναφέρεται ότι πήγε στη Ρώμη και κατήγγειλε στον Τιβέριο Καίσαρα τον Πόντιο Πιλάτο και τους αρχιερείς. Ο Καίσαρας ακούοντας για τα θαύματα του Χριστού και γνωρίζοντας ότι κατά τον χρόνο της σταύρωσης, έγινε σκότος σε ολόκληρη την οικουμένη διέταξε την προσαγωγή του Πιλάτου, του ΄Αννα και του Καϊάφα στη Ρώμη. Ο Καϊάφας πέθανε κατά το ταξίδι και ο Άννας εκτελέστηκε στη Ρώμη. Ο Πιλάτος φυλακίστηκε έξω από τη Ρώμη και πέθανε στην φυλακή. Αντίθετα στα "χρονικά" του Ζωναρά, βιβλίο Στ', γράφεται ότι ο διάδοχος του Τιβερίου ο Καλλιγούλας εξόρισε τον Πιλάτο στην Γαλλία και στο Γ' βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσέβιου γράφεται ότι ο Πιλάτος όταν ήταν εξόριστος στην Γαλλία ήρθε σε απόγνωση και αυτοκτόνησε.
Αυτά λοιπόν για τη δίκη του Χριστού και για τη δίκη των δικαστών Του, στην οποία ο Αυτοκράτορας κατεδίκασε τους δικαστές και κατά συνέπεια αυτή η απόφαση αποτελεί την έβδομη και τελική αθώωση του Χριστού.
Στην εβραϊκή δίκη του Μεγάλου Συνεδρίου σημειώσαμε 16 από τις παραβάσεις του Μωσαϊκού Νόμου. Στη δίκη του Πιλάτου σημειώσαμε άλλες 16 σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου. Η όλη όμως διεξαγωγή των δικών, από τη βραδινή σύλληψη μέχρι την μεσημβρινή Σταύρωση, οι ψευδείς και εναλλασσόμενες κατηγορίες, η συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης, η μεταφορά του Χριστού από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, στον Ηρώδη, οι βασανισμοί του κατηγορουμένου και η Σταύρωση Του ενώ βρέθηκε 6 φορές αθώος από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν δίκη, ούτε σαν παρωδία δίκης αλλά σαν το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητας και την αιώνια ντροπή που βαρύνει τον κόσμο όλο. Μεγαλύτερο έγκλημα δε μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος. Και όμως τον Σταυρό του θανάτου μετέτρεψε ο Κύριος σε ξύλο της ζωής και το μέγα έγκλημα το μετέτρεψε σε Θείο Σχέδιο Σωτηρίας για μας, τους δήμιούς Του. Τίποτε αντάξιο της θυσίας Του δεν έχουμε να του αντιπροσφέρουμε και περιοριζόμαστε στο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως. Το Αίμα του Χριστού δεν είναι "εφ' υμάς και επί τα τέκνα ημών" αλλά μας προσφέρεται για να σωθούμε εμείς και τα παιδιά μας …….

Ευχόμαστε η Σταυρική θυσία του Κυρίου μας να σώσει εμάς από την δικαία καταδίκη.

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: ΨΑΛΤΙΚΗ

Του πατρός Νικολάου Μέζη


Ένα από τα πλέον παρεξηγημένα θέματα στην σύγχρονη ποιμαντική της Εκκλησίας, είναι η συμμετοχή των γυναικών στην λατρεία, το αν, δηλαδή, επιτρέπεται η συμμετοχή τους γενικώς στην λατρεία και, αν ναί, σε ποιούς τομείς. Ιδίως το θέμα της ανάληψης ψαλτικών καθηκόντων εκ μέρους των γυναικών έχει καταστεί, ως μη όφειλε κατά την γνώμη μας, μείζων θέμα προβληματισμού και αντιθέσεων.

Σήμερα, τέτοια θέματα αντιμετωπίζονται εκ μέρους των περισσοτέρων πιστών, αλλά και της ποιμενούσης Εκκλησίας στην ηθική και πρακτική τους διάσταση και όχι στην θεολογική, όπως κατ’ εξοχήν τα αντιμετώπιζε η Εκκλησία παλαιότερα. Η προβληματική σχετικά με την συμμετοχή των γυναικών στην ψαλμωδία μπορεί να συνοψισθεί στα κάτωθι επιχειρήματα:
Α. Κατά της ψαλτικής συμμετοχής της γυναίκας στην λατρεία:
1. Το αταίριαστο των ανδρικών φωνών με τις γυναικείες,
2. Η πιθανότητα παρεκτροπής της προσέγγισης ανδρών και γυναικών από εν Χριστώ κοινωνία σε προσωπική επικοινωνία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και
3. Η συναισθηματική (ψυχολογική) προσκόλληση των περισσότερων πιστών και ψαλτών στην μέχρι τώρα παραδοσιακή τάξη και πράξη της Εκκλησίας να μη συμμετέχουν οι γυναίκες στην ψαλμωδία.
Β. Υπέρ της ψαλτικής συμμετοχής της γυναίκας στην λατρεία:
1. Η παρατηρούμενη έλλειψη ανδρών ψαλτών
2. Το "καλλίφωνον" αρκετών ψαλτριών που θέλγει τους ακροατές
3. Η υποτίμηση του ηθικού στοιχείου και των σχετικών παρεκτροπών, που σήμερα θεωρούνται σε πολλούς εκκλησιαστικούς κύκλους "θεμιτή κοινωνία" των προσώπων και θαυμάσια ευκαιρία για σοβαρότερες γνωριμίες.

Οι πρώτοι έχουν ισχυρό επιχείρημα την παράδοση που ευτυχώς φτάνει σε εμάς ζωντανή στο θέμα αυτό ακόμα και σήμερα.

Οι δεύτεροι, για να αντιμετωπίσουν τα παραδεδομένα στο θέμα αυτό, που θέλουν την γυναίκα να σιωπά γενικώς εντός της Εκκλησίας, επιχειρούν χρονικά άλματα στους Αποστολικούς χρόνους και αναζητούν ερείσματα παλαιά και μάλιστα αγιογραφικά για να ενισχύσουν τις απόψεις τους. Τα συνήθη αγιογραφικά επιχειρήματα που ακούγονται είναι:
1. Η (κακώς χαρακτηριζόμενη ως) ισότητα ανδρών και γυναικών στην Εκκλησία, το γνωστό «...ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού.» του Αποστόλου Παύλου (Γαλ. 4, 28), και
2. Η αντίληψη ότι στην πρώτη Εκκλησία οι γυναίκες συμμετείχαν «επί ίσοις όροις» στην λατρεία, εριζόμενοι στο χωρίο «ούτοι πάντες ήσαν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τή προσευχή και τή δεήσει συν γυναιξί και Μαρία τή μητρί του Ιησού και συν τοίς αδελφοίς αυτού» (Πραξ. 1, 14), το οποίο στην πατερική γραμματεία ερμηνεύεται ως "ομογνώμως" και όχι ως "ομοφώνως".

Όπως προαναφέραμε, η Εκκλησία αντιμετώπισε το θέμα αυτό εξ αρχής, όπως και όλα τα θέματα που αφορούν στην σωτηρία μας, θεολογικά, ερμηνεύοντας δηλαδή τον λόγο του Θεού και το θέλημά του, το οποίο, όντας τέλειο, καλύπτει παράλληλα και το ηθικό και πρακτικό μέρος του προβλήματος. Την θεολογική βάση του προβληματος μας την δίνει ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος σε δύο χωρία των επιστολών του και συγκεκριμένα:
α. (Α’ Κορ. 14, 34-35): "Ως εν πάσαις ταις εκκλησίαις των αγίων, αι γυναίκες υμών εν ταις εκκλησίαις σιγάτωσαν· ου γαρ επιτέτραπται αυταίς λαλείν. αλλ’ υποτάσσεσθαι, καθώς και ο νόμος λέγει. ει δε τι μαθείν θέλουσιν, εν οίκω τους ιδίους άνδρας επερωτάτωσαν· αισχρόν γαρ εστι γυναιξίν εν εκκλησία λαλείν. η αφ’ υμών ο λόγος του Θεού εξήλθεν, η εις υμάς μόνους κατήντησεν;" και
β. (Α’ Τιμ. 2, 12-15): "Γυνή εν ησυχία μανθανέτω εν πάση υποταγή· γυναικί δε διδάσκειν ουκ επιτρέπω, ουδέ αυθεντείν ανδρός, αλλ' είναι εν ησυχία. Αδάμ γαρ πρώτος επλάσθη, είτα Εύα· και Αδάμ ουκ ηπατήθη, η δε γυνή απατηθείσα εν παραβάσει γέγονε· σωθήσεται δε δια της τεκνογονίας, εάν μείνωσιν εν πίστει και αγάπη και αγιασμώ μετά σωφροσύνης."
Οι Πατέρες λένε ότι, όταν ο Απόστολος Παύλος αναφέρει στο πρώτο χωρίο την φράση «καθώς και ο νόμος λέγει» εννοεί την εντολή που έδωσε ο Θεός στην Εύα μετά την πτώση, δηλαδή στο «και τη γυναικί είπε· πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου· εν λύπαις τέξη τέκνα, και προς τον άνδρα σου η αποστροφή σου, και αυτός σου κυριεύσει.» (Γεν. 3, 16). Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χρυσόστομος: "Και που τούτο ο νόμος λέγει; Προς τον άνδρα σου η αποστροφή σου, και αυτός σου κυριεύσει. Είδες Παύλου σοφίαν, ηλίκην παρήγαγε μαρτυρίαν, ου σιγάν αυταίς κελεύουσαν μόνον, αλλά και μετά φόβου σιγάν, και μετά φόβου τοσούτου, μεθ᾽ όσου την δούλην ησυχάζειν χρη;" (Εις την Α΄ πρός Κορινθίους, ομιλία λζ΄).
Έκτοτε και καθ’ όλη την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, η σιωπή της γυναίκας εντός της λατρείας, και συνεπώς και στην ψαλμωδία, θεωρήθηκε δεδομένη, ως ένδειξη υπακοής και υποταγής στον άνδρα. Αυτό τονίζει και ο Απόστολος Παύλος στα χωρία που παραθέσαμε. Και δεν επιβάλει μόνο την σιωπή ως ένδειξη υπακοής, αλλά ζητά και εξωτερικό σχήμα αυτής της υποταγής λέγοντας στην Α΄ προς Κορινθίους, κεφ ιβ΄, στιχ. 4-10: "πάς ανήρ προσευχόμενος ή προφητεύων κατά κεφαλής έχων καταισχύνει την κεφαλήν αυτού. πάσα δε γυνή προσευχομένη ή προφητεύουσα ακατακαλύπτω τη κεφαλή καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής· έν γάρ εστι και το αυτό τη εξυρημένη. ει γαρ ου κατακαλύπτεται γυνή, και κειράσθω· ει δε αισχρόν γυναικί το κείρασθαι ή ξυράσθαι κατακαλυπτέσθω. ανήρ μεν γαρ ουκ οφείλει κατακαλύπτεσθαι την κεφαλήν, εικών και δόξα Θεού υπάρχων· γυνή δε δόξα ανδρός εστι. ου γάρ εστιν ανήρ εκ γυναικός, αλλά γυνή εξ ανδρός· και γαρ ουκ εκτίσθη ανήρ δια την γυναίκα, αλλά γυνή δια τον άνδρα. δια τούτο οφείλει η γυνή εξουσίαν έχειν επί της κεφαλής δια τους αγγέλους." νομοθετών έτσι την χρήση καλύματος επί της κεφαλής των γυναικών ως εξωτερικό σχήμα υποταγής.
Οι μαρτυρίες που αποδεικνύουν την σιωπή της γυναίκας εντός της λατρείας είναι πάμπολλες. Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας με το πόνημά του «Η γυνή εν τη ψαλμωδία» (http://analogion.gr/files-pdf/trempelas-h-gunh-en-th-psalmwdia.pdf) τεκμηριώνει ιστορικά το θέμα αυτό.
Η ισονομία των γυναικών με τους άνδρες δεν πρέπει να φέρει ισοπέδωση των διακριτών τους ρόλων στην Εκκλησία, στην οικογένεια και γενικά στην κοινωνία. Έχει να κάνει με την δυνατότητα σωτηρίας και αγιασμού των γυναικών, όχι όμως και με την αυθαίρετη προσχώρηση εκ μέρους των σε τομείς που δεν πρέπει να εμπλέκονται. Είτε μας αρέσει είτε όχι, οι γυναίκες αποκλείστηκαν π.χ. από την ιερωσύνη παρ’ ότι ο μόνος πραγματικά άξιος άνθρωπος να διακονήσει στο ιερό θυσιαστήριο τα φρικτά Μυστήρια ήταν η Παναγία μας, η τιμιωτέρα των Χερουβείμ... Κι όμως η Παναγία αποδέχτηκε τον σιωπηλό και σεμνό ρόλο που ήρμοζε σε μια πραγματικά πιστή γυναίκα, μια γυναίκα με πραγματικά θεάρεστο βίο.
Θα ήθελα να συνοψίσω την κατά την γνώμη μου ορθή και εκκλησιαστική στάση στο θέμα αυτό ως εξής:
Ο αποκλεισμός των γυναικών από την ψαλμωδία δεν έχει να κάνει με υποτίμηση του γυναικείου φύλου και περιφρόνηση της ισονομίας του με το ανδρικό. Έχει να κάνει με τον τρόπο που πρέπει οι πραγματικές χριστιανές γυναίκες να αγωνίζονται, αποδεχόμενες τον ρόλο τους και τον τρόπο πνευματικού αγώνα που ο ίδιος ο Θεός τους όρισε. Κομμάτι αυτού του ρόλου είναι η σιωπή της γυναίκας εντός της λατρείας, κάτι το οποίο θα πρέπει οι συνειδητές χριστιανές να το αποδεχθούν εν απλότητι, διότι έτσι απλά το θέλησε ο Θεός και έτσι απλά το εφήρμοσε η Εκκλησία 2000 χρόνια τηρώντας την εντολή του Θεού.

Το θέμα αυτό δεν μπορεί εύκολα να κλείσει γιατί οι σχετικές μαρτυρίες είναι πολλές και σημαντικές. Το παρόν άρθρο δεν είναι παρά μιά εισαγωγή στην προβληματική του θέματος. Κατά καιρούς θα καταχωρούνται νέα άρθρα με σχετικές αγιογραφικές και πατερικές μαρτυρίες σχετικά με την θέση της γυναίκας στην λατρεία με σχολιάσμό και σύνδεσή τους με όλα τα προηγούμενα. Θα δημιουργηθεί έτσι μια βάση παράλληλων χωρίων που θα διευκολύνει την μελέτη του θέματος και θα δικαιολογεί απόλυτα τον τίτλο του ιστολογίου μας.

Πηγή: Εκκλησιαστικά Παράλληλα http://nmnovice.blogspot.gr/

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Τα αργά μέλη στη λατρεία της Εκκλησίας

Του Αντώνη Αετόπουλου
Πρωτοψάλτου-Καθηγητού Βυζαντινής Μουσικής 

«Ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους»
Η κοινωνία στην οποία ζούμε είναι μια κοινωνία γρήγορων και συνεχών αλλαγών. Από τη στιγμή που παρήλθε η εποχή της παραδοσιακής κοινωνίας, αυτές είναι τόσες και τέτοιου είδους (στις δομές, στις συνθήκες κ.α.), που δύσκολα μπορούμε να εντοπίσουμε κοινά στοιχεία στη σημερινή πραγματικότητα με τα τέλη, ας πούμε, του 19ου αιώνα, ο οποίος χρονικά δεν απέχει και τόσο πολύ.
Ένα χαρακτηριστικό που νιώθουμε και εκφράζουμε όλοι, ειδικοί και μη, είναι η αλλαγή στη ροή της καθημερινότητας. Όλα τρέχουν με ταχύτητες ιλιγγιώδεις και δημιουργούν διαρκώς μια αίσθηση βιασύνης. Πολλές φορές αυτό είναι κάτι παραπάνω από μια αίσθηση. Είναι η πραγματικότητα. Δεν προλαβαίνουμε να καταλάβουμε, να πράξουμε, να ζήσουμε. Αυτό έχει οδηγήσει αρκετούς να διατυπώνουν την άποψη πως και όσα αφορούν στη Λατρεία θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν. Να αλλάξουν. Δεν ταιριάζει αυτή η δομή, που δημιουργήθηκε άλλες εποχές, στον πιστό του σήμερα.
argos3
Προκύπτει, όμως, έτσι ένας άλλος προβληματισμός. Τι είναι το μείζον και τι το έλασσον; Και τι εξαρτάται από τι; Η είσοδός μας στον ναό -που πρέπει να νοείται πάντα ως κάτι πολύ περισσότερο από το κτήριο, ως ένα σύνολο που, εκτός από τον χώρο και όσα βρίσκονται σε αυτόν, περιλαμβάνει και τον λειτουργικό χρόνο και όσα τελούνται σε αυτόν- και κατεξοχήν στη Θεία Ευχαριστία, είναι το πέρασμά μας ή, όταν πρόκειται για τις άλλες ακολουθίες, η προσπάθεια για μετάβαση από τον ιστορικό χρόνο και χώρο στον κόσμο του Θεού. Είναι η μοναδική μας δυνατότητα να ζήσουμε έξω από τους ρυθμούς και τους καταναγκασμούς της καθημερινότητας, όχι εν είδει αποδράσεως, όπως αυτό γίνεται σε μια κινηματογραφική ταινία ή μια συναυλία, αλλά ως κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιαστικότερο.
Στην αισθητοποίηση αυτού συμβάλλουν όλες οι λειτουργικές τέχνες. Ο ναός ως αρχιτεκτόνημα εικονίζει τον όμορφο κόσμο του Θεού και δημιουργεί τον χώρο μέσα στον οποίο η ζωγραφική διά του εικονογραφικού προγράμματος θα εικονίσει ένα άλλο παρόν, στο οποίο στρατευμένη και θριαμβεύουσα Εκκλησία συνυπάρχουν σε μια θαυμαστή αρμονία. Τα φροντισμένα εικονοστάσια, οι πολυέλεοι και τα καντήλια, η οσμή του θυμιάματος, οι προσεγμένες κινήσεις και τα φροντισμένα άμφια των λειτουργών, και βέβαια ο κορυφαίος λόγος της υμνογραφίας, όλα ταγμένα στον ίδιο σκοπό. Σ’ αυτό το πραγματικό πανηγύρι των αισθήσεων, που παραπέμπει πάντα πέρα από τις αισθήσεις, κεντρικό ρόλο έχει η μουσική.
Στην επίδραση της μουσικής στην ψυχή του ανθρώπου έχουν αναφερθεί πάρα πολλοί από τους αρχαίους μέχρι τους νεώτερους. Το τι ανήκει στην πραγματικότητα, τι στον θρύλο και τι σε ιδεολογία δεν θα μας απασχολήσει εδώ τώρα. Καταδεικνύεται όμως η σημασία που δίνουμε, φυσικά όχι χωρίς λόγο, στη λειτουργία της μουσικής. Σημαντικός και πρωταρχικός είναι ο ρόλος που παίζει ο ρυθμός, και αυτό πρέπει να προσεχτεί από τους εκτελεστές, στον ακροατή.
argos2
Η ιατρική μας πληροφορεί πως ο ρυθμός της καρδιάς έχει την τάση να συντονίζεται με τον ρυθμό της μουσικής. Ένα αργό μέλος εκτελεσμένο με την πρέπουσα ρυθμικότητα συμβάλλει αμέσως στο να ηρεμήσει ο άνθρωπος, να αποβάλει την καθημερινότητα  και τις μέριμνές της. Δεν υπάρχει προσφορότερος τρόπος για την προετοιμασία της εισόδου μας στην Αγία Αναφορά από τον Χερουβικό Ύμνο.
Ένα αργό μέλος όπου πλατιές μουσικές γραμμές και ήρεμος ρυθμός μάς προτείνουν: «πᾶσαν νῦν βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν» αποτελεί έξοχο παράδειγμα σύζευξης λόγου και μέλους. Ή λίγο πριν το κοινό Ποτήριο, στο κοινωνικό, το οποίο με τις μελισματικές φράσεις και τα μεγάλης διάρκειας φωνήεντα, χωρίς να περιφρονεί τον λόγο, οδηγεί την προσευχή –πέρα από την αναζήτηση νοημάτων– στην καρδιά. Κορύφωσή του, μαζί με το ξέσπασμα του δοξολογικού αλληλούια, οι άσημες συλλαβές των κρατημάτων, οι οποίες, σύμφωνα με τον λόγιο Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Γεράσιμο Βλάχο τον Κρήτα (17ος αι.), «κατὰ τὴν συμβολικὴν θεολογίαν… δὲν θέλει νὰ σημαδεύσῃ ἄλλο, παρὰ τὸ ἀκατανόητον τῆς Θεότητος»1.
Εκτός όμως από τα αυτονόητα αργά μέλη, που κακώς θεωρείται πως είναι αργά μόνο και μόνο για να καλύψουν   πρακτικές ανάγκες, όπως ο Χερουβικός Ύμνος2, υπάρχει και μία άλλη ομάδα ύμνων που η παράδοση και το τυπικό, γενικώς η Τάξη της Εκκλησίας, τα θέλουν αργά. Ειρήσθω εν παρόδω πως δεν εξετάζεται εδώ η καταγωγή των μελών. Ούτε σε μουσικό επίπεδο (π.χ. λειτουργία της σημειογραφίας), που είναι κάτι με το οποίο ασχολείται με διαρκή πρόοδο η μουσικολογική έρευνα, ούτε σε λειτουργικό (π.χ. αν σε πολύ πρώιμο στάδιο το κοινωνικό ήταν ολόκληρος ψαλμός3 ή δεν υπήρχε καν το Χερουβικό4), που ανήκει στο πεδίο της λειτουργιολογικής έρευνας.
Η Τάξη και η παράδοση, λοιπόν, παραδίδουν πως αργά και μελισματικά πρέπει να ψάλλεται, για παράδειγμα, το «Τῇ ὑπερμάχῳ» της ακολουθίας των χαιρετισμών5 ή το «Ἀλληλούϊα» της ακολουθίας του Νυμφίου6 κ.ά. Μάλιστα είναι εντυπωσιακή η αποτύπωση αυτή στο τυπικό των ακολουθιών7, που δεν ασχολείται συνήθως με το πώς αλλά με το τι θα ειπωθεί, πράγμα που οδηγεί στο να θεωρήσουμε πως τα αργά μέλη εκεί δεν είναι απλώς «πώς» αλλά «τι». Με πιο απλά λόγια, η ακολουθία δεν ζητά απλώς το «Τῇ ὑπερμάχῳ» αλλά το αργό μέλος -το ποιο και πόσο αργό είναι άλλο θέμα, μουσικολογικής φύσεως-, αλλιώς μπορούμε να μιλάμε για, κάποιου είδους, αλλοίωση της ακολουθίας. Και, πράγματι, δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να αφήσουμε πίσω μας τον κόσμο του θορύβου και του μόχθου και να μπούμε σε έναν άλλο τρόπο σκέψης, από αυτά τα αργά μέλη.
Μερικές ακόμα περιπτώσεις που η χρήση πιο μελισματικών συνθέσεων είναι θεμιτή, είναι και κάποια σημεία στις πανηγυρικές ακολουθίες8. Όπως προσφέρουμε πιο στολισμένους ναούς, πιο στολισμένες εικόνες, ακόμα και πιο στολισμένους τους εαυτούς μας, έτσι είναι λογικό από το ξεχείλισμα της πανηγυρίζουσας καρδιάς μας να προσφέρουμε πιο στολισμένη μουσική. Στη λατρεία υπάρχει χρόνος και λόγος ύπαρξης για τα σύντομα μέλη, χρόνος και λόγος ύπαρξης και για τα αργά. Όλα για να την εξυπηρετούν, χωρίς αξιολογικές κατατάξεις. Το κάθε σημείο της ακολουθίας έχει τη μουσική που του ταιριάζει.
argo4
Είναι καταπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο παραδίδονται αυτές οι δομές. Σημαντικό είναι να σκεφτούμε πως όλα αυτά είναι λειτουργικά για το σήμερα, για το τώρα. Δεν αφορούν τον ιστορικό μελετητή. Ακόμα και αν δεν υπήρχε αυτή η τεράστια παράδοση, θα έπρεπε να τη δημιουργήσουμε, γιατί αποτελεί ένα μοναδικό βοήθημα για τον πιστό του σήμερα. Και είναι μέγα ευτύχημα που όλα αυτά προϋπάρχουν, διαμορφωμένα από ανθρώπους που η ύπαρξή τους είχε εμποτιστεί από την εκκλησιαστική παράδοση.
Τα μέλη αυτά, βέβαια, αποτελούν σημαντικά έργα πολιτισμού, για τη διάσωση των οποίων πολλοί άνθρωποι έκαναν μεγάλους αγώνες. Προκαλούν το ενδιαφέρον και τον θαυμασμό ανθρώπων που αντιλαμβάνονται μόνο το καλλιτεχνικό μέρος της αξίας τους, και είναι λυπηρό πως αυτό δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν εκτός από εμάς τους ψάλτες.
Και εμείς όμως, συχνά δεν έχουμε αγνό και άδολο ενδιαφέρον, αλλά βλέπουμε σε τέτοιου είδους μέλη τη δυνατότητα επίδειξης φωνητικών ικανοτήτων ή μουσικών δεξιοτήτων. Παρά το ενδιαφέρον, δεν θα ήταν άστοχο να πούμε πως μέρος της ευθύνης για την αρνητική άποψη ορισμένων για τα αργά μέλη φέρει και ο τρόπος με τον οποίο αυτά εκτελούνται. Η κατά το δυνατόν καλύτερη απόδοση των αργών μελών είναι σημαντική. Γιατί έτσι σταδιακά θα εκπαιδευτούν πιστοί και ιερείς και θα μάθουν να εκτιμούν τα οφέλη από αυτά τα μέλη, και εν τέλει όχι μόνο να μην κουράζονται αλλά να ξεκουράζονται από αυτά. Άλλωστε το πρόβλημα, στο βάθος, βρίσκεται αλλού.
Οι αντιδράσεις στην αργή ψαλμώδηση ορισμένων μελών, από μερίδα ιερέων και πιστών, είναι αφενός ψυχολογικής φύσης και αφετέρου η άρνησή μας να αφήσουμε τον κόσμο «τοῦ αἰῶνος τούτου». Ο Βίτγκενσταϊν είχε πει πως «Μέρος της απόλαυσης της 9ης συμφωνίας του Μπετόβεν αποτελεί το ότι ξέρουμε ότι ακούμε την 9η συμφωνία του Μπετόβεν»9, καταδεικνύοντας τον ψυχολογικό παράγοντα στον καθορισμό του τι αρέσει και τι όχι. Παραφράζοντάς τον, θα έλεγα πως ο σημαντικότερος λόγος της δυσφορίας ενός πιστού όταν ακούει ένα αργό μέλος είναι πως ξέρει ότι ακούει ένα αργό μέλος. Δεν είναι, δηλαδή, κάποιος πραγματικός λόγος. Δεν ενοχλούν τα τρία λεπτά που θα επιμηκυνθεί μια ακολουθία δύο, τριών ή τεσσάρων ωρών. Είναι ο ίδιος λόγος που το κόκκινο φανάρι μάς φαίνεται ατελείωτο μόνο όταν βιαζόμαστε. Επειδή, δηλαδή, δεν μπορούμε να αφήσουμε ή και δεν θέλουμε να αφήσουμε την εσωτερική μας βιασύνη. Την ταραχή του έξω κόσμου.
Το αργό μέλος βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα. Είναι η ηρεμία και η καταφρόνηση της βιασύνης και της ταραχής. Και όταν δεν είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε, αντιδρούμε. Δεν είμαστε έτοιμοι να προσαγάγουμε τη φύση και τον κόσμο στην εκκλησία προσπαθώντας να του δώσουμε άλλο νόημα. Προσπαθούμε να επιβάλλουμε τη βιασύνη μας, την υποταγή μας στον χρόνο και την φθορά ακόμα και στη λατρεία.
Η εικόνα των πραγμάτων που μας αρέσουν, μας κάνουν χαρούμενους, ευτυχισμένους, είναι συνήθως μια εικόνα ήρεμης διάρκειας. Ένα δείπνο με αγαπημένα πρόσωπα, μια εκδρομή με την οικογένειά μας, ένας καφές με φίλους, μια ανέμελη ανατολή ή ένα ρομαντικό δειλινό. Με μια σκέψη στο μυαλό. Μια ευχή. Να μην τελειώσει! Με αυτή τη λαχτάρα και διάθεση ας αναπέμπουμε και τους ύμνους μας στον Δημιουργό. Τους κανόνες, τις δοξολογίες, τον τρισάγιο ύμνο, τα στιχηρά. Και ας μην είμαστε απρόθυμοι να διαθέσουμε λίγες στιγμές εκεί που πρέπει και ταιριάζει, στις οποίες τις προσευχές και τους ύμνους που απευθύνουμε με την καρδιά μας στον Λυτρωτή μας, θα τις ψάλλουμε όσο πιο όμορφα και κατανυκτικά μπορούμε, «ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους».
Σημειώσεις:
1 Στον τέταρτο τόμο της Πανδέκτης του 1851: Πανδέκτη τῆς Ἱερᾶς Ἐκκλησιαστικῆς Ὑμνωδίας τοῦ ὅλου ἑνιαυτοῦ, ἐκδοθεῖσα ὐπὸ Ἰωάννου Λαμπαδαρίου καὶ Στεφάνου Δομεστίκου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Κωνσταντινούπολη 1851, (Επανέκδοση: Ἐκδόσεις ΕΠΕΚΤΑΣΗ, Κατερίνη 2001 ) και στο τέλος του βιβλίου, παρατίθεται ερμηνεία για τα κρατήματα, απ’ όπου και το απόσπασμα με αρχή: Εἰς τοὺς χιλίους ἑξακοσίους τεσσαράκοντα ἐννέα χρόνους ἀπὸ Χριστοῦ, ἔγινεν αὕτη ἡ ἐρωταπόκρισις διὰ τὸ τερερὲ, διατὶ ψάλλεται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν; Βλ. και στο ένθετο του Ψηφιακού Δίσκου της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας, Ioannis Koukouzèlis Le Maïstor Byzantin (JAD C 129), καθώς και στο: Γρηγόριος Αναστασίου, Τα Κρατήματα στην Ψαλτική Τέχνη, Αθήνα 2005.
2 Για την μουσική παράδοση του Χερουβικού Ύμνου βλέπε στο: Κωνσταντίνος Καραγκούνης, Η Παράδοση και Εξήγηση του Μέλους των Χερουβικών της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Μελοποιίας, Αθήναι 2003, καθώς και του ιδίου: Παραλειπόμενα περί του Χερουβικού Ύμνου, Βόλος 2005.
3 Βλ. στο: π. Κωνσταντίνος Παπαγιάννης, Αντιφωνάριον, UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσσαλονίκη 2009, στην εισαγωγή σελ. 37.
4. Για την ιστορία και εξέλιξη της Μεγάλης Εισόδου βλέπε στο κλασσικό: Robert Taft, The Great Entrance: A History of the Transfer of Gifts and Other Pre-anaphoral Rites of the Liturgy of St. John Chrysostom, Rome 1975.
5. Μία ηχογράφηση που δίνει ακριβώς την αίσθηση που εννοώ για το εν λόγω κομμάτι είναι το track 4 στον διπλό ψηφιακό δίσκο της ΕΛΒΥΧ (Choeur Byzantin de Grèce (2005), Hymne Acathiste,Jade) με χοράρχη τον αείμνηστο Λυκούργο Αγγελόπουλο.
6 Μία πολύ όμορφη ηχογράφηση του κομματιού μπορείτε να ακούσετε στην ιστοσελίδα του Εν Αθήναις Συλλόγου Μουσικοφίλων Κωνσταντινουπόλεως, σε παλιά ηχογράφηση από τη χορωδία του συλλόγου με διευθυντή τον αείμνηστο Γεώργιο Τσαούση, στον σύνδεσμο :http://www.cmkon.org/track.php?track=13574&language=GR. Παρά τα προβλήματα στον ήχο η αίσθηση είναι ακριβώς αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτό το κομμάτι. (Στην ιστοσελίδα εκ παραδρομής τιτλοφορείται ως μικρό Αλληλουάριο.)
7 Οι περιπτώσεις που στα Τυπικά και στα Λειτουργικά βιβλία αναφέρεται το «Ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους», είναι τόσες πολλές, που δεν χρειάζονται βιβλιογραφικές αναφορές. Ενδεικτικά μόνο ας παραθέσω από τρεις βασικές πηγές, το Τυπικό του Αγίου Σάββα, το Τυπικό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και το λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου την αναφορά για το κοντάκιο του Ακαθίστου (Τῇ ὑπερμάχῳ) και το Αλληλούια του Όρθρου των ημερών της Μ. Εβδομάδας (θα πάρω την αναφορά από τον όρθρο της Μ. Δευτέρας), για να καταδειχθεί η ομοφωνία ως προς το τι πρέπει να μελωδηθεί. Υπάρχουν πολλές πηγές και για τα λειτουργικά βιβλία και για τα τυπικά τόσο στο εμπόριο όσο και στον Διαδίκτυο, οπότε θα περιοριστώ σε αυτά από τα οποία αντιγράφω τα κείμενα: «…ψάλλομεν τὸ κοντάκιον ἐν τῷ μέσῳ μετὰ μέλους ἀργῶς,…» (Τυπικὸν τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱερὰ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ Παναγίας Τατάρνης, Αθήνα 2009, σελ. 363), «μετὰ τὸ τέλος τοῦ Κανόνος, ψάλλεται τὸ Τῇ ὑπερμάχῳ ἀργῶς…» (Γεώργιος Βιολάκης, ΤΥΠΙΚΟΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΑΞΙΝ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Κωνσταντινούπολη 1888, σελ. 349), «…ψάλλομεν εὐθύς, ἀργῶς πάλιν καὶ μετὰ μέλους, δίχορον τὸ παρόν» (ΤΡΙΩΔΙΟΝ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΝ, Ο ΦΟΙΝΙΞ, Βενετία 1882), «… μετὰ τὸν ἑξάψαλμον ψάλλομεν τὸ Ἀλληλούϊα, εἰς ἦχον πλ.δ΄, μεγαλοφώνως καὶ μελῳδικῶς.» (Αρχιμ. Νικόδημος Σκρέττας (επιμ.), ΤΥΠΙΚΟΝ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ, Ἱερὰ Λαύρα Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου,  Ιεροσόλυμα 2012, σελ. 325), «ψάλλεται μετὰ τῶν ὡρισμένων αὐτοῦ Στίχων Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει, τὸ Μέγα Ἀλληλουϊάριον δὶς, καὶ δὶς, τὸ μικρόν…» (Γεώργιος Βιολάκης, 1888 ό.π., σελ. 371).
8 Μία τέτοια πανηγυρική ερμηνεία, εξαιρετική, και μάλιστα από ζωντανή ηχογράφηση, μπορεί κανείς να ακούσει από τον Παναγιώτη Νεοχωρίτη, τον αείμνηστο Δημήτριο Νίκου και τον Σ. Κυζυρίδη στον σύνδεσμο: https://www.youtube.com/watch?v=Ggur8dfrfQg
9 Την αναφορά τη βρήκα αρχικά στο: Γιάννης Ευσταθιάδης, Το βιβλίο με τις Αντιστίξεις, Λέσχη, 2002, σελ. 34. Το ίδιο απόφθεγμα μπορεί κανείς να βρει και στο ιστολόγιο του Τάσου Γουδέλη και στον σύνδεσμο:https://tasosgoudelis.wordpress.com/2010/08/01/%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE/.  Ας σημειωθεί πως την πρωτότυπη πηγή, δηλαδή το κείμενο του Βίτγκενσταϊν που βρίσκεται το απόφθεγμα δεν το έχω εντοπίσει.

Πηγή: www.pemptousia.gr/

7.12. Η ΟΜ.Σ.Ι.Ε. εορτάζει την "ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΟΥ"

      Με ιδιαίτερη λαμπρότητα εορτάστηκε την Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου, η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΟΥ, από την Ομοσπονδ...